- φτίση
- ηβλ. φθίση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φθίση — η / φθίσις, εως, ΝΜΑ, και φτίση Ν 1. σταδιακή ελάττωση, βαθμιαία μείωση, βαθμιαία εξαφάνιση 2. (για πρόσ.) ατροφία, αδυνάτισμα 3. φυματίωση τών πνευμόνων, χτικιό νεοελλ. φρ. «νωτιάδα φθίση» ιατρ. βλ. νωτιάδα αρχ. 1. (για τη σελήνη) η χάση 2.… … Dictionary of Greek